- φυσέκι
- το(λαθεμένη γραφή), βλ. το ορθό φισέκι, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσέκι — το, Ν βλ. φισέκι … Dictionary of Greek
σκαρμούτσο — το, Ν στήλη μετάλλινων κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, φυσέκι, καρτούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaramuccia «αψιμαχία, ακροβολισμός»] … Dictionary of Greek
φισέκι — και φυσέκι και φουσέκι, το, Ν 1. φυσίγγιο 2. (μτφ. με αισχρή σημ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek] … Dictionary of Greek
fişic — FIŞÍC, fişicuri, s.n. 1. Teanc de monede metalice aşezate una peste alta şi înfăşurate în hârtie sub forma unui cilindru. 2. (Rar) Cornet de hârtie pentru bomboane, alune etc. – Din tc. fişek. Trimis de romac, 09.03.2006. Sursa: DEX 98 FIŞÍC s … Dicționar Român